συμμητιάομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμμητιάομαι < συν + μητιάομαι (παθ. του μητιάω < μῆτις)

Ρήμα[επεξεργασία]

συμμητιάομαι, -ῶμαι