συσκέπτομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συσκέπτομαι < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή συσκέπτομαι < σύν (συ-) + αρχαία ελληνική σκέπτομαι < πρωτοελληνική *sképťomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skep-ye- < *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siˈsce.pto.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐σκέ‐πτο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
συσκέπτομαι, αόρ.: συσκέφθηκα (αποθετικό)
- μετέχω σε συνάντηση στην οποία συζητιέται κάποιο ζήτημα και λαμβάνεται κάποια απόφαση απ’ όσους μετέχουν στη σύσκεψη
[επεξεργασία]
- συσκεπτόμενος
- σύσκεψη
- → δείτε τις λέξεις συν και σκέπτομαι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συσκέπτομαι
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συ- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)