συνδιασκέπτομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνδιασκέπτομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνδιασκέπτομαι (συνεξετάζω) [1][2] < αρχαία ελληνική στον τύπο απαρέμφατου συνδιασκέψασθαι < συν- + αρχαία ελληνική διασκέπτομαι < δια- + σκέπτομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
συνδιασκέπτομαι, αόρ.: συνδιασκέφθηκα (αποθετικό ρήμα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνδιασκέπτομαι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ συνδιασκέπτομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ συνδιάσκεψη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνδιασκέπτομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνδιασκέπτομαι (συνεξετάζω) < αρχαία ελληνική στον τύπο απαρέμφατου συνδιασκέψασθαι < συν- + αρχαία ελληνική διασκέπτομαι < δια- + σκέπτομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
συνδιασκέπτομαι (αποθετικό ρήμα)
- συσκέπτομαι, διασκέπτομαι από κοινού
- ※ 12ος αιώνας [γλώσσα (λόγια μεσαιωνική) ⌘ Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική διήγησις, Βασιλεία Μανουήλ του Κομνηνού ⌘CFHB, Ed. van Dieten, vol.11.1., 1975. σελ.61, σελ.62 & ⌘CHSB, Ed. Bekker, 1835 de Manuele Comneno, Lib.I, 2.4.d (p.82.3)
- τὰς Ῥωμαϊκὰς ἀθροίζει δυνάμεις, συνδιασκέπτεται κοινῇ περὶ τῶν κοινῶν, τὸ πλῆθος τῶν παρελευσομένων στρατῶν διέξεισι, τῆς ἵππου τὸ πολὺ καταλέγει, τὸ ὁπλιτικὸν ὅσον διασαφεῖ, […]
- ※ 12ος αιώνας [γλώσσα (λόγια μεσαιωνική) ⌘ Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική διήγησις, Βασιλεία Μανουήλ του Κομνηνού ⌘CFHB, Ed. van Dieten, vol.11.1., 1975. σελ.61, σελ.62 & ⌘CHSB, Ed. Bekker, 1835 de Manuele Comneno, Lib.I, 2.4.d (p.82.3)
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνδιασκέπτομαι < συν- + διασκέπτομαι < δια- + σκέπτομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
συνδιασκέπτομαι (αποθετικό ρήμα)
- συνεξετάζω, συσκέπτομαι
- σε τύπο απαρέμφατου → δείτε παράθεμα στο συνδιασκέψασθαι
- (ελληνιστική κοινή : κυρίως χρήση του ρήματος) → δείτε παράθεμα στο συνδιασκεπτομένη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- συνδιασκέπτομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ΣτΕ: πολλά ελληνικά λεξικά (#Πηγές) εντάσσουν το ρήμα στην ελληνιστική κοινή.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ρήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λόγια μεσαιωνική (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ρήματα (ελληνιστική κοινή)
- Ρηματικές φωνές (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)