συνδιασκέπτομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνδιασκέπτομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνδιασκέπτομαι (συνεξετάζω) [1][2] < αρχαία ελληνική στον τύπο απαρέμφατου συνδιασκέψασθαι < συν- + αρχαία ελληνική διασκέπτομαι < δια- + σκέπτομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

συνδιασκέπτομαι, αόρ.: συνδιασκέφθηκα (αποθετικό ρήμα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. συνδιασκέπτομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. συνδιάσκεψη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνδιασκέπτομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνδιασκέπτομαι (συνεξετάζω) < αρχαία ελληνική στον τύπο απαρέμφατου συνδιασκέψασθαι < συν- + αρχαία ελληνική διασκέπτομαι < δια- + σκέπτομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

συνδιασκέπτομαι (αποθετικό ρήμα)

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνδιασκέπτομαι < συν- + διασκέπτομαι < δια- + σκέπτομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

συνδιασκέπτομαι (αποθετικό ρήμα)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]