συνδιάσκεψη
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | συνδιάσκεψη | συνδιασκέψεις |
γενική | συνδιάσκεψης & συνδιασκέψεως |
συνδιασκέψεων |
αιτιατική | συνδιάσκεψη | συνδιασκέψεις |
κλητική | συνδιάσκεψη | συνδιασκέψεις |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνδιάσκεψη < μεσαιωνική ελληνική συνδιάσκεψις < ελληνιστική κοινή συνδιασκέπτομαι < διασκέπτομαι < αρχαία ελληνική σκέπτομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνδιάσκεψη θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνδιάσκεψη