μῆτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μῆτις < *μέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meh₁- (μετρώ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μῆτις θηλυκό (γενική: -ιος και -ιδος)
- η σοφία, η ικανότητα να σκέφτεσαι και να δίνεις συμβουλές
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- και δείτε Λέξεις με -μητις- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
[επεξεργασία]- μῆτις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μῆτις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.