αἰσχρόμητις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αἰσχρόμητις αρσενικό ή θηλυκό
- που δίνει αισχρές συμβουλές, που κάνει αισχρά, φαύλα σχέδια
- ※ βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις , τάλαινα παρακοπά πρωτοπήμων (Αισχύλος, Αγαμέμνων, στίχος 222)
- γιατί το πρώτο βήμα στο άθλιο το κακό, αχρείος είναι σύμβουλος κι απομωραίνει, του ανθρώπου τα συλλογικά.
- Αισχύλου Αγαμέμνων, μετάφραση Ι.Ν. Γρυπάρη, Εκδ. Οίκος Γεωργίου Φέξη, 1911) @greel-language.gr
- ※ βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις , τάλαινα παρακοπά πρωτοπήμων (Αισχύλος, Αγαμέμνων, στίχος 222)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις αἰσχρός και μῆτις
Πηγές
[επεξεργασία]- αἰσχρόμητις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἰσχρόμητις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.