συμπαθητική μελάνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπαθητική μελάνη < λείπει η ετυμολογία

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

συμπαθητική μελάνη θηλυκό

  • είδος μελανιού του οποίου η γραφή είναι αόρατη και εμφανίζεται μετά από απλή χημική επεξεργασία π.χ. με το βρέξιμο με χυμό λεμονιού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]