συμπολιτεύσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
συμπολιτεύσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του συμπολίτευση
- εναλλακτικά: συμπολίτευσης
συμπολιτεύσεως θηλυκό