συμφεροντολογικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμφεροντολογικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συμφεροντολογικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε συμφεροντολογικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

συμφεροντολογικώς

Πηγές[επεξεργασία]