συναντήθηκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /si.nanˈdi.θi.ka/

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

συναντήθηκα

  1. α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος συναντιέμαι, παθητικού του συναντώ
  2. α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος συναντώμαι, παθητικού του συναντώ