συναντήθηκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.nanˈdi.θi.ka/
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
συναντήθηκα
- α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος συναντιέμαι, παθητικού του συναντώ
- α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος συναντώμαι, παθητικού του συναντώ