συναξάριον
Εμφάνιση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]συναξάριον < σύναξ(ις) -όπως η σύναξη ομάδας μοναχών- + -άριον [1] → δείτε και το αρχαίο συνάγω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συναξάριον ουδέτερο
- (εκκλησιαστικός όρος) συναξάριο, συναξάρι
- άλλες μορφές: συναξάριν
Κλιτικοί τύποι
[επεξεργασία]- συναξαρίου (γενική ενικού)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συναξαριστής
- → και δείτε τη λέξη σύναξις
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ συναξάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- συναξάριον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts [Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα], Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)