συνασφάλισης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
συνασφάλισης θηλυκό
- γενική ενικού του συνασφάλιση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- συνασφαλίσεως (λόγιο)
συνασφάλισης θηλυκό