συσπείρωσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συσπείρωσις (μαρτυρείται από το 1831) [1] σε κείμενα του Αναστάσιου Πολυζωίδη [2] < → και δείτε τη λέξη συσπείρωση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συσπείρωσις, -εως θηλυκό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 968, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ συσπείρωση (1831) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)