σχηματικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σχηματικῶς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σχηματικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σχηματικῶς (εικονικά). Συγχρονικά αναλύεται σε σχηματικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

σχηματικώς

Πηγές[επεξεργασία]