σωματοποιήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
σωματοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του σωματοποίηση
- εναλλακτικά: σωματοποίησης
σωματοποιήσεως θηλυκό