σύγκρινε
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
σύγκρινε
- β' πρόσωπο ενικού στην προστακτική ενεργητικού ενεστώτα/αορίστου του ρήματος συγκρίνω
- → δείτε τις λέξεις , cf., παράβαλε και πρβ.
- γ' πρόσωπο ενικού στην οριστική ενεργητικού παρατατικού/αορίστου του ρήματος συγκρίνω