cf.
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- cf. < συντομογραφία για τη λατινική cōnfer, προστακτική του ρήματος cōnferō (συγκρίνω)
Συντομομορφή
[επεξεργασία]cf. (en) συντομογραφία
![]() |
cf. (en) συντομογραφία