σῶστρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἂντυξ

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σῶστρον < ομορ. του σεύω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σῶστρον, ουδέτερο

ξύλινη περιφέρεια του τροχού, ο γύρος του τροχού

Σύνθετα[επεξεργασία]

  • ἐπίστρωτον (= ο σιδερένιος κύκλος που περιέβαλλε τη ξύλινη περιφέρεια)