τέμπλον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τέμπλο

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τέμπλον < (άμεσο δάνειο) λατινική templum (ναός, τέμενος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τέμπλον αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]