τέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τέτα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τέτα θηλυκό
- (ιδιωματικό, Ανατολική Θράκη) η θεία
Πηγές
[επεξεργασία]- Δεληγιάννης, Β. (1934-35). "Γλωσσάριο του Δογάν-Κιοϊ-Μαλγάρων". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. σελ. 143-146.