ταξιόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ταξιόω - ταξιῶ (συνηρημένο)
- βάζω κάτι σε τάξη,
- τακτοποιώ σε τάξη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- το ρήμα ταξιόω παρατηρείται ελλιπές, συναντάται στον Πίνδαρο (Ολυμπιονίκαι 9, 118