ταξιόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταξιόω < τάξις < τάσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

ταξιόω - ταξιῶ (συνηρημένο)

  1. βάζω κάτι σε τάξη,
  2. τακτοποιώ σε τάξη

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το ρήμα ταξιόω παρατηρείται ελλιπές, συναντάται στον Πίνδαρο (Ολυμπιονίκαι 9, 118