ταπεινωτικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταπεινωτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ταπεινωτικῶς (μαρτυρείται από το 1889)[1] < (ελληνιστική κοινή) ταπεινωτικός. Συγχρονικά αναλύεται σε ταπεινωτικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα[επεξεργασία]
ταπεινωτικώς
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 980, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές[επεξεργασία]
- ταπεινωτικός (ταπεινωτικά & -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)