ταραξάκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταραξάκο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταραξάκο ουδέτερο
- η πικραλίδα, το αγριοράδικο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταραξάκο
→ δείτε τη λέξη πικραλίδα |