ταρζανιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταρζανιά θηλυκό
- ενέργεια που θεωρείται παράτολμη
- ※ Πότε ήτανε που σήκωνες το χεράκι σου στα ύψη τα δυσθεώρητα για να συναντήσεις το δικό μου; Πότε που χτύπαγες με πείσμα το ποδαράκι σου κι εγώ έβαζα τα γέλια; Φτάσε πρώτα το ένα μέτρο μπόι και μετά να μου κάνεις εμένα ταρζανιές!» (Έλενα Ακρίτα, Χτυποκάρδια στο κρανίο, εκδ. Καστανιώτη, 2011)
- ※ Αλλά για να το 'χει, κάτι το χρειάζεται. Κι αυτή; Την πηδάει; Πόσο καιρό; Να κάνουν ταρζανιές στο κρεβάτι; (Αλέξης Σταμάτης, Κυριακή, 2011)
- ※ Καλύτερα, λεβέντη μου, τη μάχη ν' αποφεύγεις / παρά να κάνεις ταρζανιές, παλικαριές στο βρόντο (Ομήρου Ιλιάδα του Μιχάλη Γκανά, 2019)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταρζανιά
|