ταυτοποιήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ταυτοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του ταυτοποίηση
- εναλλακτικά: ταυτοποίησης
ταυτοποιήσεως θηλυκό