ταυτοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ταυτοποιούμαι

  • παθητική φωνή του ρήματος ταυτοποιώ
    ※  Για την ίδια υπόθεση σχηματίσθηκε δικογραφία σε βάρος ενός (ημεδαπού) συνεργού του, τα στοιχεία του οποίου ταυτοποιήθηκαν, για απάτη από κοινού ανακοίνωση της Ελληνικής Αστυνομίας, 23-12-2021: Από το Τμήμα Ασφάλειας Βέροιας συνελήφθη ημεδαπός για απάτη κατ' εξακολούθηση, astynomia.gr, [1])