τα Σέρρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τα Σέρρας < από την αιτιατική πληθυντικού στην καθαρεύουσα τὰς Σέρρας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

τα Σέρρας

  • προφορικό, ιδιωματικό των Σερρών (ονομαστική πληθυντικού, οι Σέρρες)
    ※  Για τον πατέρα μου, βέβαια, τα Σέρρας δεν έρχονταν και δε ζωντάνευαν μονάχα στις γιορτής του τη μέρα
    Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, «“Τα Σέρρας” του πατέρα μου», Πανσερραϊκό Ημερολόγιο, επιμ. Σταύρου Κοταμανίδη, τόμ. 10 (1984), σ. 38.