τα προς το ζην
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τα προς το ζην < τα (εννοείται, αναγκαία) προς το ζην, όπου το ζην είναι απαρέμφατο του αρχαίου ρήματος ζήω-ζῶ και γραφόταν ζῆν
Έκφραση[επεξεργασία]
τα προς το ζην
- τα (αναγκαία) για να ζήσει κάποιος, ο επιούσιος
- Τώρα που είμαι άνεργη πώς θα βγάλουμε τα προς το ζην;
- (ειρωνικό) οι πολυτέλειες
- Και αν δεν έπαιρνε μίζα ο άνθρωπος πώς θα έβγαζε τα προς το ζην; Με το μισθουλάκο διευθυντή του δημοσίου;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τα προς το ζην
|