τελεσφορήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
τελεσφορήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του τελεσφόρηση
- εναλλακτικά: τελεσφόρησης
τελεσφορήσεως θηλυκό