τελωνειακώς ελεύθερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τελωνειακώς ελεύθερο < τελωνειακώς + ελεύθερο
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
τελωνειακώς ελεύθερο ουδέτερο
- (επίσημο) αντικείμενο ή εμπόρευμα στο οποίο δεν επιβάλλονται δασμοί ή φόροι και τέλη εκτελωνισμού κατά τη διακίνησή του μεταξύ χωρών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τελωνειακώς ελεύθερο
|