τετραϋδρογονώσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
τετραϋδρογονώσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του τετραϋδρογόνωση
- εναλλακτικά: τετραϋδρογόνωσης