τεφλόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεφλόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική téflon < εμπορική ονομασία αγγλική Teflon γαλλοαμερικωνικών εταιρειών, από τα αρχικά τετρα + φθορο- + αιθυλένιο + κατάληξη -ον (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τεφλόν ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]