τζελάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζελάτης < τουρκική cellat (δήμιος)[1] + -ης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζελάτης αρσενικό

  1. (ιδιωματικό, επάγγελμα) δήμιος
  2. (ιδιωματικό, επάγγελμα) χασάπης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. cellat -  Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014, σελ.331.