χασάπης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χασάπης | οι | χασάπηδες |
γενική | του | χασάπη | των | χασάπηδων |
αιτιατική | τον | χασάπη | τους | χασάπηδες |
κλητική | χασάπη | χασάπηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χασάπης < (άμεσο δάνειο) τουρκική kasap + -ης < αραβική قصاب (qaṣṣāb) < αραμαϊκή קצבא / ܩܰܨܳܒܳܐ (qaṣṣābā)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → αρωμουνικά: hãsap
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xaˈsa.pis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐σά‐πης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χασάπης αρσενικό (θηλυκό χασάπισσα)
- (επάγγελμα) ο κρεοπώλης
- (μεταφορικά) ο σφαγιαστής ανθρώπων
- (μεταφορικά) ο κακός γιατρός, ιδίως ο χειρουργός που ευθύνεται για θανάτους ασθενών
- (μεταφορικά) ο μηχανικός προβολής κινηματογραφικών ταινιών που έχει κόψει σημαντικά τμήματα από μια ταινία ή δεν καδράρει σωστά, με αποτέλεσμα να χάνεται ένα μέρος του πλάνου, ιδίως αυτό που περιέχει τους υπότιτλους
- ↪ Χασάπη, γράμματα!
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]επώνυμα:
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χασάπης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ης (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραμαϊκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)