τζιντζερέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τζιντζερέλα < αγγλικά ginger ale με κατάληξη -έλα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /d͡zin.d͡zɛˈɾɛ.la/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζιντζερέλα θηλυκό
- (ελληνοαμερικανικά) τζιτζιμπίρα ή τσιτσιμπίρα (όπως στα Επτάνησα), αεριούχο αναψυκτικό ποτό φτιαγμένο από πιπερόριζα
- ↪ Φέρε μου μια τζιντζερέλα να δροσιστώ.