Μετάβαση στο περιεχόμενο

τονάζ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τονάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική tonnage[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τονάζ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]