τορευτών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τορευτών
- γενική πληθυντικού του τορευτός
- γενική πληθυντικού του τορευτή
- γενική πληθυντικού του τορευτό
τορευτών