τορπίλισε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
τορπίλισε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος τορπιλίζω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος τορπιλίζω
τορπίλισε