τουμβεκίον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τουμβεκίον: → δείτε τη λέξη τουμπεκί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουμβεκίον, -ίου ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το τουμπεκί, καπνός για ναργιλέ
- ※ Τουμβεκίον ... 40 γρόσια κατά χιλιόγραμμο. (Συνθήκη της Λωζάνης, Παράρτημα ΙΙ, Φόροι Καταναλώσεως)
Συγγενικά[επεξεργασία]
στην κοινή νεοελληνική
- → δείτε τη λέξη ταμπάκο