τραυλίζων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]λέξη της καθαρεύουσας, αρχαιοπρεπής μετοχή ενεστώτα του ρήματος τραυλίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]τραυλίζων αρσενικό, τραυλίζουσα θηλυκό, τραυλίζον ουδέτερο
- που τραυλίζει
- ήρθε να μου πει τα δυσάρεστα συγχυσμένος και τραυλίζων (μιλούσε τραυλίζοντας)
- ο τραυλίζων ομιλητής