τραυματιστείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

τραυματιστείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τραυματίζομαι
  2. θα τραυματιστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τραυματίζομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος τραυματίζομαι