τρεπονημάτωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρεπονημάτωσις, -εως θηλυκό

  • (καθαρεύουσα) τρεπονημάτωση
    ※  Δελτίον ελληνικής μικροβιολογικής και υγειονολογικής εταιρείας, [Acta microbiologica Hellenica], τόμος 4, 1959, απόσπασμα
    Τὰ ἀντισώματα αὐτὰ δὲν εἶναι ἀποκλειστικῶς ἀκινητοποιητικὰ ἀλλ ̓ ἐξ ἴσου τρεπονημοκτόνα καὶ οὐδέποτε ἔχουσιν ἐμφανισθῆ οὔτε εἰς ἄτομα φυσιολογικὰ οὔτε εἰς ἄτομα προσβληθέντα ὑπὸ παθήσεων ἄλλων ἐκτὸς τῆς τρεπονηματώσεως.

Πηγές[επεξεργασία]