τρικάζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρικάζ < γαλλική trucage

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρικάζ ουδέτερο άκλιτο

  • χρήση τρικ και εφέ, ειδικών τεχνασμάτων που είναι χρήσιμα για την αισθητική ενός φιλμ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]