τρομερῶς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρομερῶς < αρχαία ελληνική τρομερ(ός) (που τρέμει) + -ῶς

Επίρρημα[επεξεργασία]

τρομερῶς

Πηγές[επεξεργασία]