τροποποίησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]τροποποίησης θηλυκό
- γενική ενικού του τροποποίηση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- τροποποιήσεως (λόγιο)
τροποποίησης θηλυκό