τρυφερῶς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρυφερῶς < τρυφερ(ός) + -ῶς

Επίρρημα[επεξεργασία]

τρῠφερῶς, συγκριτικός:τρυφερώτερον

  1. τρυφερά, απαλά
  2. φιλήδονα

Πηγές[επεξεργασία]