τρόκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρόκι ουδέτερο
- (ελληνοαμερικανικά) φορτηγό αυτοκίνητο
- ⮡ Ήρθε με το τρόκι και πήρε τα ξύλα.