τσέτολα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσέτολα < βενετική cetola

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσέτολα θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]