τσέτολα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσέτολα θηλυκό
- (παρωχημένο, σπάνιο) άλλη μορφή του τσέτουλα
Πηγές[επεξεργασία]
- Antonius Nicholas Jannaris, Deutsch-neugriechisches Handwörterbuch: unter besonderer Berücksichtigung der neugriechischen Volkssprache (Αννόβερο, 1883) σελ. 466.