τσιλιμπουρδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιλιμπουρδίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

τσιλιμπουρδίζω

  • ερωτοτροπώ ελεύθερα με διάφορους ερωτικούς συντρόφους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]