τόμαχοκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τόμαχοκ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τόμαχοκ ουδέτερο άκλιτο

  • τσεκούρι των ινδιάνων με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι η κεφαλή είναι δεμένη στο κοντάρι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]